- τσούξιμο
- το1. δριμύς πόνος, καυστικός πόνος: Το οινόπνευμα στην πληγή προκαλεί τσούξιμο.2. οινοποσία: Δυο ώρες πίνουν κρασί· γερό τσούξιμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσούξιμο — το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσούζω, καυστικός πόνος 2. πόση οινοπνευματωδών ποτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τσούξ τού αορ. έ τσουξ α τού τσούζω + κατάλ. ιμο (πρβλ. ράψ ιμο)] … Dictionary of Greek
βλεννόρροια — Αφροδίσιο νόσημα, η εμφάνιση του οποίου οφείλεται στον γονόκοκκο του Νάισερ και η μετάδοσή του γίνεται με τη συνουσία. Πρόκειται για ένα είδος φλεγμονής της ουρήθρας, που προκαλείται μετά από επώαση του μικροβίου, η οποία διαρκεί 2 5 μέρες, και… … Dictionary of Greek
δαξασμός — δαξασμός, ο (Α) ερεθισμός, τσούξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαξ + (επίθημα) –ασμός (πρβλ. δρασμός, σπασμός, μαρασμός)] … Dictionary of Greek
τσουχτερός — ή, ό, Ν 1. αυτός που επιφέρει καυστικό πόνο, τσούξιμο 2. δριμύς, διαπεραστικός («τσουχτερό κρύο») 3. μτφ. δηκτικός («τσουχτερά λόγια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τσουξ τού αορ. έ τσουξ α τού τζούζω (πρβλ. τσούχτρα) + κατάλ. ερός (πρβλ. καυτ ερός)] … Dictionary of Greek
τσούχτρα — η, Ν 1. είδος μικρού εντόμου, τού οποίου το δάγκωμα προκαλεί τσούξιμο 2. κοινή ονομασία σκυφοζώων που ανήκουν στην υφομοταξία σκυφομέδουσες και τα οποία, όταν τά αγγίξει κανείς, προκαλούν οδυνηρό κνησμό και ερύθημα 3. μτφ. (για πρόσ.) δηκτικός,… … Dictionary of Greek
ακαλήφες — Οι υδρομέδουσες. Άλλες έχουν σχήμα δίσκου, άλλες καμπάνας και άλλες σωληνωτό. Το σώμα τους έχει χρώμα γαλάζιο και τα πεπτικά όργανα τους αποτελούνται από λεπτές κλωστές, που βρίσκονται μέσα στη γαστρική κοιλότητά τους και ονομάζονται γαστρικές… … Dictionary of Greek
πύρωση — η 1. η πράξη του πυρώνω και το αποτέλεσμα, η πυράκτωση. 2. αίσθημα καυτερό, τσούξιμο του φάρυγγα, αλλ. καΐλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)